- εριγηθής
- ἐριγηθής, -ές (Α)περιχαρής, χαρμόσυνος («ἐριγηθῇ νίκην», Ορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -γηθής (< γήθος «χαρά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐριγηθέα — ἐριγηθής very joyful neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐριγηθής very joyful masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek